- προκατασκευαστικός
- προκατασκευ-αστικός, ή, όν,A preparatory, f.l. in Aristid.Rh.2p.516S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατασκευαστικός — ἡ, ὁ / προκατασκευαστικός, ή, όν, ΝΑ [προκατασκευάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκατασκευή, προπαρασκευαστικός. επίρρ... προκατασκευαστικῶς ΝΑ με προκατασκευή, κατά τρόπο προπαρασκευαστικό … Dictionary of Greek
προκατασκευαστικά — προκατασκευαστικός preparatory neut nom/voc/acc pl προκατασκευαστικά̱ , προκατασκευαστικός preparatory fem nom/voc/acc dual προκατασκευαστικά̱ , προκατασκευαστικός preparatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευαστικόν — προκατασκευαστικός preparatory masc acc sg προκατασκευαστικός preparatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασκευαστικῶς — προκατασκευαστικός preparatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)